- σκαπτή
- σκαπτόςdugfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκαπτῇ — σκαπτός dug fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάπτῃ — σκάπτω dig pres subj mp 2nd sg σκάπτω dig pres ind mp 2nd sg σκάπτω dig pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαπτή Ύλη — Αρχαία πόλη της Θράκης, κοντά στη θάλασσα και απέναντι από τη Θάσο. Είχε πλούσια ορυχεία χρυσού και άργυρου, τα οποία αρχικά εκμεταλλεύονταν οι θάσιοι και αργότερα οι Αθηναίοι. Στην πόλη αυτή είχε ένα κτήμα ο ιστορικός Θουκυδίδης, στο οποίο έζησε … Dictionary of Greek
СКАПТА ЮЛА — • Σκαπτὴ ύλη, Scaptesula, Lucr., город в Восточной Македонии, между Стримоном и Нестом у Пангейской горы. В этой местности жители близлежащего острова Фасоса имели свои золотые рудники, доставлявшие им 80 талантов ежегодного дохода… … Реальный словарь классических древностей
Θουκυδίδης — (Αλιμούς, Αττική 460; – 400; π.Χ.). Αθηναίος ιστορικός και στρατηγός του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο πατέρας του, Όλορος, πιθανολογείται ότι ήταν απόγονος του ομώνυμου βασιλιά της Θράκης. Σε νεαρή ηλικία ο Θ. δέχτηκε την επίδραση της φιλοσοφίας… … Dictionary of Greek
Skapte Hyle — (auch Skaptehyle, altgriechisch Σκαπτὴ Ὕλη oder Σκαπτηςύλη, lateinisch Scaptensula) galt in der Antike mit seinen Gold und Silberbergwerken als Synonym für den Edelmetallreichtum der südlichen Griechischen Rhodopen im Bereich der Thasitischen… … Deutsch Wikipedia
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
λάχεια — λάχεια, ἡ (ΑM) (για τη γη) 1. καλοσκαμμένη, εύφορη, γόνιμη («νῆσος ἔπειτα λάχεια... τετάνυσται», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔσκαφος καὶ εὔγειος παρὰ τὸ λαχαίνεσθαι, ὅ ἐστι σκάπτεσθαι πυκνῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τής λ. ἐλάχεια … Dictionary of Greek
σκαπτός — ή, ό / σκαπτός, ή, όν, ΝΑ, και σκαφτός Ν [σκάπτω / σκάφτω] αυτός που μπορεί κανείς να τόν σκάψει νεοελλ. σκαμμένος αρχ. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Σκαπτή ονομασία πόλης τής Θράκης που ονομάστηκε έτσι από ένα δάσος («ἐκ Σκαπτῆς Ὕλης», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
Σερρών, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ανατολικής Μακεδονίας, της οποίας καλύπτει το δυτικό τμήμα. Συνορεύει στα Β ελάχιστα με τη Γιουγκοσλαβία και κυρίως με τη Βουλγαρία, στα Α με το νομό Δράμας, στα ΝΑ και στα Ν με το νομό Καβάλας και βρέχεται σε μικρή έκταση … Dictionary of Greek